-
1 анкетные данные
[ανκιέτνυιε ντάννυιε] μτχ. πληθ. τα βιογραφικά στοιχεία -
2 анкетные данные
[ανκιέτνυιε ντάννυιε] μτχ πληθ τα βιογραφικά στοιχεία -
3 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные